- χλωραγωγός
- -ή, -ό, Νφρ. «χλωραγωγός ιστός»ζωολ. ιστός αποτελούμενος από καστανόχρωμα ή πρασινωπά κύτταρα, εντοπισμένα στο εντερικό τοίχωμα ή στην καρδιά τών δακτυλιοσκωλήκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloragogen (< χλωρ[ο]-* + αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.